- λύπημα
- λῡπ-ημα, ατος, τό,A pain, Antipho Soph.49 (pl.), D.C.55.17, f.l. in S.Tr.554.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λύπημα — pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπημα — ήματος και ημάτου, το (Α λύπημα, ήματος) [λυπώ] 1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.) 2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα τού… … Dictionary of Greek
λυπημάτων — λύπημα pain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπήμασι — λύπημα pain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπήματα — λύπημα pain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)